αλκοολόμετρο

αλκοολόμετρο
το
το οινοπνευματόμετρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλκοολόμετρο — ή οινοπνευματόμετρο Χημ. αραιόμετρο* το οποίο χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό τής περιεκτικότητας τών αλκοολούχων υγρών σε αλκοόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alcoholmeter, νόθο σύνθετο < alcohol (πρβλ. αλκοόλη) …   Dictionary of Greek

  • οινοπνευματόμετρο — το αραιόμετρο με το οποίο προσδιορίζεται ο οινοπνευματικός βαθμός αλκοολούχων υγρών, αλλ. αλκοολόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνόπνευμα + μέτρον. Η λ., στον λόγιο τ. οινοπνευματόμετρον, μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”